Μπορούμε να σκεφτούμε τα όρια σαν τα ωράρια των καταστημάτων. Όλοι ξέρουμε ότι ανοίγουν και κλείνουν κάποια συγκεκριμένη ώρα. Είναι ξεκάθαρο σε όλους μας και έτσι βγαίνουμε και οι δύο κερδισμένοι. Αν πούμε ότι ανοίγουν 9:00 το πρωί, εμείς έχουμε 12 ώρες να πάμε να ψωνίσουμε και εκείνοι έχουν 12 ώρες να καθαρίσουν, να βάλουν τα πράγματα στα ράφια. Είναι θετικό και για τους δύο. Εάν πάω στην ώρα μου θα ψωνίσω. Εάν τηλεφωνήσω στο κατάστημα να ρωτήσω τι ώρα κλείνουν περιμένω να μου πουν την ώρα και όχι «Φρόντισε να είσαι εδώ μέχρι τις 9:00 αλλιώς δεν θα ψωνίσεις». Γίνεται προκαταβολικά. Μπορώ να πάρω τηλέφωνο να ρωτήσω, μπορώ να το διαβάσω στις εφημερίδες ή στο internet. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να πάρω τις πληροφορίες.
Επιπλέον, ανακαλύπτουμε ότι υπάρχει συνέπεια. Διότι αν πάμε κάποια άλλη ώρα μετά τις 9:00 θα το βρούμε κλειστό. Τι γίνεται αν έχουμε κάποια καλή δικαιολογία; Πάλι κλειστό θα είναι. Έχουν κλείσει για να μας τιμωρήσουν που αργήσαμε; Όχι, απλώς έκλεισαν. Δοκιμάζουμε πάλι αύριο. Μέσα από αυτό το παράδειγμα καταλαβαίνουμε ότι τα όρια είναι πολύ διαφορετικά από τους κανόνες και τις τιμωρίες.
Μία ακόμη διάσταση των ορίων, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, είναι πόσο ξεκάθαρο είναι στα παιδιά μας αυτό που τους ζητάμε. Για παράδειγμα, όταν ζητάμε σε ένα παιδί να καθαρίσει το δωμάτιο του, έχουμε κάποια συγκεκριμένη εικόνα στο μυαλό μας για το πώς θέλουμε να είναι το δωμάτιο; Και αν ναι, έχει το παιδί την ίδια εικόνα με εμάς; Η άποψη του για ένα καθαρό δωμάτιο είναι συνήθως πολύ διαφορετική από την δική μας.
Χρειάζεται να καθορίζουμε τι εννοούμε όταν ζητάμε κάτι από το παιδί. Τι εννοούμε όταν λέμε να βελτιώσουν τους βαθμούς τους, να καθαρίσουν το δωμάτιο, να γυρίσουν μια λογική ώρα ή να συμπεριφέρονται σωστά.
Μία μητέρα έκανε μια λίστα με 20 πράγματα που εννοούσε όταν έλεγε «καθάρισε το δωμάτιο σου». Μικρά πράγματα, που μπορούν να κάνουν τα μικρά παιδιά. Όταν την είδε το αγοράκι άρχισε να κλαίει. «Είναι πάρα πολλά» είπε. Τότε η μητέρα του είπε «έχεις δίκιο» και συμφώνησε μαζί του. Οι περισσότερες μητέρες φωνάζουμε και κάνουμε διάφορες επικρίσεις για το παιδί. Τους λέμε ότι δεν εκτιμούν την δουλειά μας. Εκείνη του είπε ότι 20 είναι όντως πολλά και μετά του είπε κάτι με το οποίο θα έβγαιναν και οι δύο κερδισμένοι. «Κάνε οποιαδήποτε 18 πράγματα θέλεις από την λίστα και θα κάνω εγώ τα άλλα 2 μέχρι την Τετάρτη το απόγευμα».
Ξεκάθαρο σημαίνει ότι εξηγούμε τι ακριβώς θέλουμε. Πιστεύουμε ότι θα πρέπει να γνωρίζουν τα απλά και αυτά που είναι αυτονόητα σε εμάς, και πιθανόν να τα γνωρίζουν, όμως όταν λέμε στα παιδιά ακριβώς τι θέλουμε τότε βελτιώνουμε τις πιθανότητες να συνεργαστούν μαζί μας και να μας δώσουν αυτό που θέλουμε. Βγαίνοντας και οι δύο κερδισμένοι εξυπηρετείται και η ανάγκη των παιδιών για δύναμη. Αν δουλεύετε με παιδιά 2 χρονών ή έχετε παιδιά σε αυτή την ηλικία, θα ξέρετε πολύ καλά ότι σε αυτή την ηλικία τα παιδιά αισθάνονται την ανάγκη να ελέγχουν την ζωή τους. Στην Αμερική υπάρχει μια έκφραση για αυτή την ηλικία, «απαίσια δίχρονα». Δεν είναι απαίσια αλλά καταπληκτικά, γιατί μπορούν να μας μάθουν πολλά για τα όρια που θα μας είναι χρήσιμα σε όλα τους τα στάδια. Σε αυτή την ηλικία δεν λέμε «Θέλεις να κάνεις μπάνιο;» γιατί το «όχι» φαίνεται η πιθανότερη επιλογή. Συνήθως λέμε «είναι ώρα για μπάνιο, διάλεξε δύο παιχνίδια για να πάρεις μαζί σου στην μπανιέρα και εγώ θα διαλέξω τα ρούχα σου». Αυτό, για ένα δίχρονο, είναι πολύ σημαντικό.
Υπάρχουν δύο τρόποι για να εξυπηρετηθεί η δύναμη που χρειάζονται. Ο ένας είναι να δίνουμε επιλογές και ο άλλος να διαπραγματευόμαστε.
Επιλογές
Το να δίνουμε επιλογές σημαίνει να δίνουμε επιλογές μεταξύ πραγμάτων που συμφωνούμε. Με το να ταραζόμαστε όταν το παιδί διαλέγει την επιλογή την οποία προτιμάμε λιγότερο είναι σαν να λέμε στο παιδί «Διάβασε το μυαλό μου, διάλεξε αυτό που θέλω εγώ και τότε θα σου δώσω αγάπη και ασφάλεια με όρους». Εάν το παιδί προτείνει μια άλλη επιλογή σε σχέση με αυτές που του δίνεται και αυτή είναι σύμφωνη με εσάς τότε πείτε «Ναι, είναι και αυτή μια επιλογή, το ξέχασα. Τι σπουδαία ιδέα». Προσπαθούμε με αυτούς τους τρόπους να μειώσουμε τις στιγμές που είναι πιθανόν να εκνευριστούμε και να φωνάξουμε.
Δίνοντας επιλογές στα παιδιά, τους δίνουμε τον έλεγχο μέσα στα περιθώρια που εμείς ορίζουμε. Μία σχέση ανωτέρου στην οποία κερδίζουν και οι δύο, συνεχίζει να είναι σχέση με ανώτερο. Ο ανώτερος είναι ο ενήλικας, ο οποίος όμως δεν χρησιμοποιεί τη δύναμη του προσπαθώντας να πάρει την δύναμη από το παιδί. Και αυτός είναι ένας τέλειος και διαφορετικός τρόπος από αυτόν που μεγαλώσαμε οι περισσότεροι.
Διαπραγμάτευση
Ένας άλλος τρόπος να δώσουμε δύναμη στα παιδιά είναι με το να διαπραγματευόμαστε μαζί τους. Για πολλούς γονείς διαπραγμάτευση σημαίνει αμφισβήτηση του γονέα και άρα τιμωρία. Επίσης, αρκετοί πιστεύουν ότι όταν διαπραγματευόμαστε με τα παιδιά σημαίνει αυτομάτως ότι ενδίδουμε στα θέλω των παιδιών. Λάθος.
Το να διαπραγματευόμαστε με τα παιδιά εξυπηρετεί δύο σκοπούς: πρώτον, δηλώνει ξεκάθαρα τους περιορισμούς και δεύτερον κάνει το παιδί να δεσμευτεί.
Περιορισμοί
Δέσμευση